κακόγνωμος

κακόγνωμος
-η, -ο (Μ κακόγνωμος, -ον)
1. κακόβουλος,
2. δύστροπος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόγνωμον
1. κακός χαρακτήρας, κακία
2. δυστροπία.
επίρρ...
κακόγνωμα
με κακόγνωμο τρόπο, κακόβουλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -γνωμος (< γνώμη), πρβλ. ευθύ-γνωμος, πολύ-γνωμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κακόγνωμος — η, ο πεισματάρης, δύστροπος, ανάποδος: Αυτός είναι κακόγνωμος άνθρωπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

  • κακογνωμία — και κακογνωμιά, η (Μ κακογνωμία) [κακόγνωμος] δυστροπία, ιδιοτροπία, παραξενιά, κακή κρίση, πείσμα μσν. κακοφροσύνη …   Dictionary of Greek

  • κακογνωμώ — κακογνωμῶ, έω (Μ) [κακόγνωμος] έχω κακή πρόθεση απέναντι σε κάποιον …   Dictionary of Greek

  • κακονούσης — ο αυτός που έχει κακή γνώμη, κακόγνωμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κακόνους (πρβλ. χασονούσης)] …   Dictionary of Greek

  • κακόβολος — η, ο 1. άβολος, δύσχρηστος («κακόβολο σπίτι») 2. (για πρόσ.) δύστροπος, κακότροπος, κακόγνωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + βολος (< βολή [II]), πρβλ. ευθύ βολος, ορθό βολος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”